- υπόκριση
- η / ὑπόκρισις, -ίσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. -ίσιος, Α [ὑποκρίνομαι]1. η παράσταση τού ρόλου ενός προσώπου στην σκηνή από τον ηθοποιό2. μτφ. προσποίηση, υποκρισία («ἔσωθεν δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας», ΚΔ)νεοελλ.1. ιατρ. δήλωση ανύπαρκτης νοσηρής κατάστασης ή απόκρυψη πραγματικής2. φρ. «υπόκριση ρόλου»(ψυχολ.) ομαδική τεχνική, παρόμοια με το ψυχόδραμαμσν.-αρχ.μέρος τής ρητορικής, στο οποίο ο υποψήφιος ρήτορας διδάσκεται να απαγγέλλει τον λόγο του χρησιμοποιώντας τον κατάλληλο τόνο τής φωνής και την κατάλληλη στάση τού σώματοςαρχ.1. (για κραυγή ζώου) τόνος ή τρόπος («ὁ κυνηγέτης ἀπὸ τῆς ὑποκρίσεως ᾔσθετο τοῡ κυνὸς ὑλακτοῡντος νῡν μὲν ὅτι ζητεί τὸν λαγόν, νῡν δὲ ὅτι εὗρεν...», Πορφ.)2. απόκριση, απάντηση3. μίμηση4. (στην αιτ. ως επίρρ.) ὑπόκρισινσαν («δελφῑνος ὑπόκρισιν», Πίνδ.).
Dictionary of Greek. 2013.